- κρητιδικός
- η , ό[ν] меловой;
κρητιδική περίοδος геол — меловой период
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρητιδική περίοδος геол — меловой период
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρητιδικός — ή, ό γεωλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κρητίδα* ή αυτός που αποτελείται από κρητίδα, από κιμωλία 2. φρ. «κρητιδική περίοδος» ή «κρητιδικό» διάστημα τού γεωλογικού χρόνου που αποτελεί τη νεώτερη περίοδο τού μεσοζωικού ή δευτερογενούς… … Dictionary of Greek
νεοκρητιδικός — ή, ό [κρητιδικός] γεωλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανώτερη κρητιδική διάπλαση … Dictionary of Greek
Δίρφυς — Όρος (ψηλότερη κορυφή Δέλφι, 1.743 μ.) που εκτείνεται στο κεντρικό τμήμα της Εύβοιας, από την πεδιάδα της Κύμης έως την περιοχή της Κηρίνθου. Τα πετρώματά της είναι κυρίως ασβεστόλιθοι, μέσα στους οποίους υπάρχει και κρητιδικός σχιστόλιθος. Άλλες … Dictionary of Greek